Ενα νησί του ανατολικού Αιγαίου και μια παρέα παιδιά. Δεκαεπτά ως δεκαοκτώ ετών, αγόρια, κορίτσια, μισά μισά. Μαυρισμένα απο τον ήλιο, κι όλα με όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον.
Τα βράδια ακουμπισμένα στο πλάϊ μιας βάρκας στην άμμο λέγανε ανέκδοτα. Τα γέλια τραντάζανε την άμμο λες. Στο λιγοστό φώς χαμόγελα τόσο φρέσκα που τώρα δα να τα θυμάσαι, κλαίς για τη νιότη που χάνεται κάθε μέρα, αλλα θυμάσαι οτι άλλη ξεφυτρώνει κάθε πρωί.

Κι ο Στεφανής μαγεμένος με τη Μαρία, αλλα κοπέλλα άλλου ήτανε, τον πρόλαβε ο Μάρκος.
Δεν πειράζει, τηνε χόρταινε να τη βλέπει να γελά και να λάμπει ολόκληρη.
Αρχόντισσα τη λέγανε, κόρη καραβοκύρη, απο το Αμέρικα, για Διακοπές τρίμηνες στην πατρίδα. Αλλες μπορεί να 'ταν πιο ομορφούλες, μα τούτη ειχε κάτι επάνω της που τον έκανε να σκέφτεται πώς θα ναι να περάσει μια ζωή με μια γυναίκα, με την ίδια γυναίκα.
Ηξερε οτι αυτη ήταν η γυναίκα της ζωής του.
Τελευταία μέρα, την άλλη θα 'φευγε ο Στεφανής γιατι οι δικοί του δεν του 'χαν δώσει και πολλά χαρτζιλίκια να μείνει περισσότερο. Ηταν εκει με τους θείους του.
Η Μαρία στεκότανε σε ενα βράχο και λουζόταν στος απογευματινές ακτίνες του ήλιου που έβαφαν τα πάντα πορτοκαλί. Ακόμα κι εκείνη.
Πήγε κοντά της. Ειπε "γεια" και κείνη ανταπέδωσε ενα χαμόγελο απο αυτά που μένουν καμμένα στον εγκέφαλό σου για πάντα.
Δεν είπαν πολλά. Σαν να μίλησαν χωρίς ήχο, αλλα με δονήσεις του σώματος.
Ηξεραν, ήξεραν και οι δύο.
Με ενα άγγιγμα στον ώμο της, την αποχαιρέτησε, δεν το εννοούσε φυσικά.
Κι ούτε γύρισε πίσω να κοιτάξει, αλλα είχε την αίσθηση οτι εκείνη τον κοιτούσε μέχρι που χάθηκε. Για πάντα.
Ιούνιος 2002
Αθήνα. Ο χώρος υποδοχής του πολυκαταστήματος βούϊζε απο κόσμο πολυάσχολο.
Ο Στεφανής μπήκε λιγο φουριόζος να ψωνίσει κάτι που ήθελε και θά 'φευγε καθως τον περίμενε η κοπελλιά του σε μια ώρα. Ολοι και όλα κινούνταν γρήγορα εκει μέσα.
Ενα πράγμα μόνο έμενε ασάλευτο, στόχευε πάνω του.
Ηταν ενα χαμόγελο.
Το πρόσεξε, του άρεσε, την κοίταξε και σκέφτηκε " κοίτα που κάτι μου θυμίζει ".
Φαντάσου όλα να κινούνται γύρω και μόνο εκείνη να 'ναι ασάλευτη !
Το ξανασκέφτηκε δυο-τρείς φορές, την κοίταξε φευγαλέα άλλες τόσες και όρμηξε στο μαγαζί για ψώνια.
Είκοσι λεπτά αργότερα, σταμάτησε σε καρτοτηλέφωνο να καλέσει την κοπέλλα του.
Σήκωσε το ακουστικό και πήρε τα μισά νούμερα, αλλα τότε το άφησε απότομα και αυτό κοπάνησε στο κουτί με κρότο λουκέτου που σπάει. Φώναξε.
" Μαρία !!! "
Θυμήθηκε πού είχε ξαναδεί εκείνο το χαμόγελο, όχι ενα όμοιο, αλλά, ΑΥΤΟ.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και γύρισε πίσω να την ψάξει. Δεν υπήρχε παρα μόνο η σκιά της εκει που ήταν.
Οι κομήτες περνούν απο την Γή κάθε 20 χρόνια, άλλος κάθε 30 άλλοι κάθε αιώνα.
Αν δεν αναγνωρίσεις τον καθένα την στιγμή που θα περάσει, θα περιμένεις τον επόμενο.
Αν ζείς.
Η ιστορία είναι αληθινή. Εχουν αλλαχθεί μόνο τα ονόματα και οι ακριβείς ημερομηνίες.