Ελα, πάμε για καφέ, μου είπε.
Ητανε 2:30 το πρω, περίπου.
Αναρωτήθηκα πού να πάμε τέτοια ώρα και μου είπε να μην ανησυχώ και ολα θα ειναι εντάξει. Φτάσαμε σε μια περιοχή που έμοιαζε με σκηνικό ταινίας, για μένα, τότε.
Φώτα, δέντρα, αυτοκίνητα, κίνηση, ενω η πόλη έμοιαζε να κοιμόταν.
Ανθρωποι ξυπνητοί, με τσάντες στο χέρι, οι πιο πολλοί, καλοντυμένοι θα έλεγα.
Ηταν το παλιό ανατολικό αεροδρόμιο της Αθήνας, όχι μακριά απο κει που μέναμε.
Εκείνη κρατούσε μια μικρή τσάντα, εγω όχι. Ενα πορτοφόλι μόνο, στη μιά κωλότσεπη, χρήματα λίγα, φορτωμένος με όνειρα κι ελπίδες για ενα μέλλον που τότε δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα εξελισσόταν.
Οσην ώρα μείναμε εκεί, μιλούσε χαμηλόφωνα, με αποτέλεσμα συχνά να μην καταλαβαίνω τι λέει. Ηταν και εκείνος ο ψίθυρος, τα βήματα του κόσμου γύρω, που μπέρδευαν τα λόγια της. Ενιωσα γυμνός χωρίς μία τσάντα, να δείχνω κι εγω σαν όλους αυτούς που σε λίγο θα ανέβουν σε ενα αεροπλάνο με προορισμό κάποια χώρα του εξωτερικού. Τυχεράκηδες.
Ο καφές ουτε που μου άρεσε.
Δεν ξέρω... εκείνη τη βραδιά αισθάνθηκα την ανάγκη να επιστρέψω στη σιγουριά του διαμερίσματός μου, να νιώσω βολικά σε χώρο οικείο αν και τόσο σκέτο -τότε- που ήξερα οτι δεν μπορούσα εκεί να δώσω σε κάποιον να μοιραστεί κάποια όνειρά μου. Οι τοίχοι δεν μιλούνε, διαπιστωμένο αυτό.
Καφέ, νύχτα, δεν πίνω, εκτός αν πρέπει να μείνω ξυπνητός για συγκεκριμένο λόγο.
Το να εχω βγεί βόλτα με μία καλή φίλη δεν ηταν αρκετός λόγος να με κάνει να πιω καφέ. Ούτε ποτό ήθελα, τι στην ευχή ήθελα τότε, ακόμα δεν εχω καταλάβει, και πάνε χρόνια πιά.
Αν κι απρόθυμα, δέχτηκε να φύγουμε αλλα πριν την αφήσω σπίτι της να κάνουμε μια βόλτα με τα παράθυρα ανοιχτά και με μουσική. Το αμάξι μου ειχε μεγάλες πόρτες και ηταν απόλαυση να το οδηγείς με τα τζάμια κατεβασμένα. Το ραδιόφωνο έπαιζε όμορφα κομμάτια και αναθάρρησα. Ενιωσα πως κάτι κάνω, σε πιο οικείο χώρο, και η μουσική έλουζε τα παραζαλισμένα μυαλά μας. Το βιολογικό ρολόϊ που λέει οτι στις 5:20' το πρωί πρέπει να κοιμάσαι -εκτός αν πας κάπου- σταμάτησε να με ενοχλεί.
Είκοσι χρόνια μετά, η φίλη δεν υπάρχει παρα μόνο στις καρδιές μας.
Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ οτι σήμερα δεν θα υπάρχει στη ζωή κι οτι δε θα 'χαμε την ευκαιρία να πηγαίνουμε παρέα με καφέ στο χέρι, στις λαϊκές συνελεύσεις των "αγανακτισμένων" και βόλτα με την μηχανή της.
Δεν μπορούσα να φανταστώ με ακρίβεια το μέλλον κι αυτο αποδείχτηκε συχνά.
Κι εμείς όλοι εχουμε στο μεταξύ, περπατήσει σε αυτό που τότε το λέγαμε μέλλον.
Εκείνο το βράδι, μπήκα στο διαμέρισμα και έκλεισα την πόρτα, κλείδωσα κιόλας και μεσα στο σκοτάδι, ψηλαφητά έψαξα το διακόπτη για το φώς. Η λάμπα του φωτιστικού δαπέδου άναψε και ένιωσα οτι τουλάχιστον αυτο το φώς ηταν λίγο απο το μέλλον που δεν ήξερα την ώρα που έπινα καφέ, απέναντι απο ενα 747.
Λίγο μετά, αποκοιμήθηκα χωρίς να με νοιάζει τι ώρα θα ξυπνήσω, ειχα ρεπό τη μέρα εκείνη. Προσπάθησα θυμάμαι να δω, σε όνειρο, το μέλλον. Αδύνατον. Δεν είδα αγανακτισμένους, δεν είδα φωτιές σε όλη τη χώρα, δεν είδα ΔΝΤ και δεν είδα πόσο θα ζήσω, πού και πώς. Το μόνο που είδα ηταν κάποια λάμπα να στέκει αναμμένη, ενα φώς. Οταν ξύπνησα, η λάμπα ακόμα έκαιγε. Την έσβησα. Οπως και τις αναμνήσεις μου απο το μέλλον. Πήγα να το ζήσω αυτο το μέλλον, καλημέρα και έφυγα :)
...................................................................................................................................
Και με μια εικόνα απο την εποχή που δεν ξέραμε το μέλλον μας, τραβηγμένη στην Κέρκυρα, στο Κομμένο, το 1997, εύχομαι στους πάντες ενα καλό καλοκαίρι γεμάτο φώς και χρώμα.
Kαι πού'σαι ; Ακόμα προσπαθώ να φανταστώ το μέλλον. Εχεις τίποτα υπ' όψιν ;
Ητανε 2:30 το πρω, περίπου.
Αναρωτήθηκα πού να πάμε τέτοια ώρα και μου είπε να μην ανησυχώ και ολα θα ειναι εντάξει. Φτάσαμε σε μια περιοχή που έμοιαζε με σκηνικό ταινίας, για μένα, τότε.
Φώτα, δέντρα, αυτοκίνητα, κίνηση, ενω η πόλη έμοιαζε να κοιμόταν.
Ανθρωποι ξυπνητοί, με τσάντες στο χέρι, οι πιο πολλοί, καλοντυμένοι θα έλεγα.
Ηταν το παλιό ανατολικό αεροδρόμιο της Αθήνας, όχι μακριά απο κει που μέναμε.
Εκείνη κρατούσε μια μικρή τσάντα, εγω όχι. Ενα πορτοφόλι μόνο, στη μιά κωλότσεπη, χρήματα λίγα, φορτωμένος με όνειρα κι ελπίδες για ενα μέλλον που τότε δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα εξελισσόταν.
Οσην ώρα μείναμε εκεί, μιλούσε χαμηλόφωνα, με αποτέλεσμα συχνά να μην καταλαβαίνω τι λέει. Ηταν και εκείνος ο ψίθυρος, τα βήματα του κόσμου γύρω, που μπέρδευαν τα λόγια της. Ενιωσα γυμνός χωρίς μία τσάντα, να δείχνω κι εγω σαν όλους αυτούς που σε λίγο θα ανέβουν σε ενα αεροπλάνο με προορισμό κάποια χώρα του εξωτερικού. Τυχεράκηδες.
Ο καφές ουτε που μου άρεσε.
Δεν ξέρω... εκείνη τη βραδιά αισθάνθηκα την ανάγκη να επιστρέψω στη σιγουριά του διαμερίσματός μου, να νιώσω βολικά σε χώρο οικείο αν και τόσο σκέτο -τότε- που ήξερα οτι δεν μπορούσα εκεί να δώσω σε κάποιον να μοιραστεί κάποια όνειρά μου. Οι τοίχοι δεν μιλούνε, διαπιστωμένο αυτό.
Καφέ, νύχτα, δεν πίνω, εκτός αν πρέπει να μείνω ξυπνητός για συγκεκριμένο λόγο.
Το να εχω βγεί βόλτα με μία καλή φίλη δεν ηταν αρκετός λόγος να με κάνει να πιω καφέ. Ούτε ποτό ήθελα, τι στην ευχή ήθελα τότε, ακόμα δεν εχω καταλάβει, και πάνε χρόνια πιά.
Αν κι απρόθυμα, δέχτηκε να φύγουμε αλλα πριν την αφήσω σπίτι της να κάνουμε μια βόλτα με τα παράθυρα ανοιχτά και με μουσική. Το αμάξι μου ειχε μεγάλες πόρτες και ηταν απόλαυση να το οδηγείς με τα τζάμια κατεβασμένα. Το ραδιόφωνο έπαιζε όμορφα κομμάτια και αναθάρρησα. Ενιωσα πως κάτι κάνω, σε πιο οικείο χώρο, και η μουσική έλουζε τα παραζαλισμένα μυαλά μας. Το βιολογικό ρολόϊ που λέει οτι στις 5:20' το πρωί πρέπει να κοιμάσαι -εκτός αν πας κάπου- σταμάτησε να με ενοχλεί.
Είκοσι χρόνια μετά, η φίλη δεν υπάρχει παρα μόνο στις καρδιές μας.
Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ οτι σήμερα δεν θα υπάρχει στη ζωή κι οτι δε θα 'χαμε την ευκαιρία να πηγαίνουμε παρέα με καφέ στο χέρι, στις λαϊκές συνελεύσεις των "αγανακτισμένων" και βόλτα με την μηχανή της.
Δεν μπορούσα να φανταστώ με ακρίβεια το μέλλον κι αυτο αποδείχτηκε συχνά.
Κι εμείς όλοι εχουμε στο μεταξύ, περπατήσει σε αυτό που τότε το λέγαμε μέλλον.
Εκείνο το βράδι, μπήκα στο διαμέρισμα και έκλεισα την πόρτα, κλείδωσα κιόλας και μεσα στο σκοτάδι, ψηλαφητά έψαξα το διακόπτη για το φώς. Η λάμπα του φωτιστικού δαπέδου άναψε και ένιωσα οτι τουλάχιστον αυτο το φώς ηταν λίγο απο το μέλλον που δεν ήξερα την ώρα που έπινα καφέ, απέναντι απο ενα 747.
Λίγο μετά, αποκοιμήθηκα χωρίς να με νοιάζει τι ώρα θα ξυπνήσω, ειχα ρεπό τη μέρα εκείνη. Προσπάθησα θυμάμαι να δω, σε όνειρο, το μέλλον. Αδύνατον. Δεν είδα αγανακτισμένους, δεν είδα φωτιές σε όλη τη χώρα, δεν είδα ΔΝΤ και δεν είδα πόσο θα ζήσω, πού και πώς. Το μόνο που είδα ηταν κάποια λάμπα να στέκει αναμμένη, ενα φώς. Οταν ξύπνησα, η λάμπα ακόμα έκαιγε. Την έσβησα. Οπως και τις αναμνήσεις μου απο το μέλλον. Πήγα να το ζήσω αυτο το μέλλον, καλημέρα και έφυγα :)
...................................................................................................................................
Και με μια εικόνα απο την εποχή που δεν ξέραμε το μέλλον μας, τραβηγμένη στην Κέρκυρα, στο Κομμένο, το 1997, εύχομαι στους πάντες ενα καλό καλοκαίρι γεμάτο φώς και χρώμα.
Kαι πού'σαι ; Ακόμα προσπαθώ να φανταστώ το μέλλον. Εχεις τίποτα υπ' όψιν ;
Aνθρωποι, φεύγουν, εικόνες παρέρχονται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι όμως τα όμορφα μας συνοδεύουν στο μέλλον.
Σβύσε το φως και αφουγκράσου. Κοίτα τον ήλιο και πάρε ζωή.
φιλί
να προσέχεις και να περνάς καλά
Καλημερα Σουήτ-Τσέρω-Ζου,
ΑπάντησηΔιαγραφήνα 'σα καλά, αυτο κάνω, όσο γίνεται.
Μόνο που οταν επανειλημμένα μου λένε "να προσέχεις" ανησυχώ περισσότερο :/
Μελαγχολικό το πόστ σου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι'μόνο που τη θυμάσαι και τη σκέφτεσαι τη φίλη σου είναι σημαντικό.
Εγώ πάντως ποτέ δεν έκανα όνειρα για το μέλλον όλα έρχονται μόνα τους αβίαστα.
Ενώ στο παρελθόν μένω πάντα κολλημένη και ξέρεις δεν είναι καλό πρέπει να ισορροπούμε μέλλον και παρελθόν!
Τώρα είναι που δεν θέλω καν να το σκέφτομαι όχι να το φανταστώ!
Αδραξε το παρόν αυτό τουλάχιστον σου δίνει εφόδια για το μέλλον!
Καλό ξένοιαστο και χαρούμενο καλοκαίρι σου εύχομαι με φιλιά θαλασσινά!
Τζονάκο να σαι καλά να θυμάσαι τη φίλη που χάθηκε... Όλοι έχουμε χάσει αγαπημένα μας πρόσωπα, κι εγώ έχω χάσει πολλά αγαπημένα πρόσωπα από την οικογένεια μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦακ ρε γαμώτη, πάλι σε κάπως μελαγχολικό βγήκε και δεν το ΄χα σκοπό αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιναι απο τις φορές εκείνεςπου κάθεσαι και λες "θέλω να γράψω απλά αυτό που βγαίνει αυθόρμητα, αυτόματα".
Και αυτο κάνεις. Οπως βγει.
Τελος πάντων, το αισιόδοξο κομμάτι ειναι οτι είχαμε την τύχη να ζήσουμε το μέλλον μας και να μας περιμένει κι άλλο ακόμα, ενω άλλοι δεν το κατάφεραν και μπορεί, μπορεί μεσα μου να θέλω να ζήσω και λίγο ακόμα γι αυτούς που δεν ειναι εδω ανάμεσα μας. Μπορεί.
zoyzoy υπάρχουνε φίλοι που ότι και να κάνεις μεσα σου μόνο εσυ θα ξέρεις πόσο τους εκτιμάς και γιατί, πόσο σε κάνουν να θες να ζήσεις καλά.
Ευχαριστώ, φέτος ελπίζω η θάλασσα να φέρει μιά δόση αισιοδοξίας σε όλους μας
:)
ΕΥΑ λυπάμαι που το ακούω αυτό, οι απώλειες είναι δύσκολο πράγμα κι εμείς καλούμαστε να προχωρήσουμε, να ζήσουμε όσο μπορούμε κι όπως καλύτερα αξιωθούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥγεία να εχουμε και ολα θα ειναι οκ.
Σου ευχομαι καλό καλοκαιρινό περίπατο και μη χάνεσαι.
:))
Ελα στο μπλογκ,να γελασει λιγο το πικραμενο χειλι μας,σου εχω αξιωμα..
ΑπάντησηΔιαγραφήΈμπνευση μέσω νοσταλγίας από το παρελθόν;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς Γιάννη, τίποτα δεν γυρίζει πίσω και τίποτα δεν ξαναγίνεται όπως ήταν στο παρελθόν.
Μπορούμε όμως να μάθουμε από τα λάθη μας, ελπίζοντας ότι δεν θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη.
Καλό καλοκαίρι να έχεις Γιάννη.
Βρε VAD τι να τα κάνουμε τα αξιώματα ; Ταπεινοί και σεμνοί, είπαμε :)
ΑπάντησηΔιαγραφήmariana μου σε ευχαριστώ και να ξέρεις, πάντα χαίρομαι να βλέπω σχόλιά σου :)
Δε θα το λεγα νοσταλγία, αλλα σίγουρα δεν ξέρω πώς να ονομάσω το να βλέπεις μπροστά, κοιτώντας απο πίσω, απο μακριά.