Ευτραφής ολίγον, αλλα ευκίνητη και κάπως σέξι μανδάμ επι του πεζοδρομίου του Μοναστηρακίου, αυτο με τις πλάκες που δεν ειναι για τακούνια, παραπατά και στηριζόμενη επι του μπράτσου του συνοδού της, αποφεύγει το σώριασμα και το ρεντίκολον της κοινωνίας.
Παρακάτω, σταματούν και οι δύο σε ενα παγκάκι για να ελέγξουν την βλάβη της μανδάμ και τυχόν ζημίες των τακουνίων της.
- Πάλι καλά, και σου ειπα, μη βάλεις αυτά τα παπούτσια.
- Ασε με κι εσυ, που θα βγαινα σαν καμμιά του δρόμου έξω.
- Μα ...στο δρόμο ειμαστε καλή μου.
- Ναι, καλά .... μπουρουμπουρου...μπουρου ...
δεν άκουσα περισσότερα γιατι ειχα απομακρυνθεί ήδη. Δε με βοηθάει κι η ακοή μου τόσο.
Η μπυραρία όπου είχα ραντεβού με φίλους δεν με ενέπνεε ακόμα, ήταν νωρίς, ετσι πήγα μια βόλτα και πήγα καθυστερημένος λιγο στο ραντεβού μου. Αλλα κανείς δεν είχε φτάσει ακόμα και παράγγειλα μια βέλγικη μπύρα περιμένοντας.
Πάνω που έλεγα τώρα θα'ρθουνε, τσούπ !
Στην είσοδο, η μανδάμ μετα του συνοδού της, μπουκάρουν στη μπυραρία και πάνε γραμμή και κάθονται σε ενα ωραίο τραπέζι με δερμάτινο καναπέ. Ο κύριος την βοήθησε να βγάλει την παλταδούρα της και κάθησαν. Ηταν κρατημένο το τραπέζι, μάλλον.
Τους παρατηρούσα μια και βαριόμουν σαν σκύλος και μου φάνηκε οτι δε θα ΄ταν πάνω απο σαράντα αυτη, σαρανταδύο αυτός. Εβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου οτι έχουν τζιπ, εξοχικό και μοναχοκόρη που σπουδάζει στη Γαλλία. Ετσι μου φαίνονταν.
Πού να ξέρεις, κοιτάζοντας ανθρώπους, τι ζωή θα ειχαν να σου εξιστορήσουν και πόσο κοντά θα έπεφτες στη μαντεψιά σου για εκείνους.
Το μαγαζί γέμισε σιγά σιγά και η μουσική ανακατευόταν με το δυνατό μουρμουρητό των θαμώνων. Στο μεταξύ είχε καταφθάσει η παρέα μου και προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε φωνάζοντας δυνατά για να ακουστούμε. Δεν ειναι αυτά τα μαγαζιά για συζητήσεις. Παρ' όλο το θόρυβο, οι τρείς φοιτήτριες πίσω μου κουβέντιαζαν μες στην καλή χαρά.
Ηταν ενα βράδι όμορφο, ασυνήθιστο, καθώς σπάνια πηγαίνω Μοναστηράκι πια.
Ειχε αρκετό κρύο που μου φαινόταν πιο πολύ σαν έντονη δροσιά.
Βγήκα μια στιγμή έξω να καπνίσω και να κάνω ενα τηλεφώνημα.
Λίγα λεπτά μετά, η μανδάμ μετα του συνοδού της βγήκαν, ανέκφραστοι, αμίλητοι, αλλα με ενα κάπως μακάριο ύφος. Δε θα μάθω ποτέ γιατί.
Σταμάτησαν λίγα μέτρα πιο περα, όπου ενας σκύλος στεκόταν, αυτοί κάτι έλεγαν στον σκύλο, ενω εκείνος δεν τους έδωσε και πολλή σημασία. Εφυγαν, με την μανδάμ γραπωμένη απο το στιβαρό μπράτσο του σενιόρ και δεν τους ξαναείδα ποτέ.
Αν πω οτι δε θυμάμαι λέξη απο οσα είπαμε με την παρέα μου κείνο το βράδι, δε θα με πιστέψεις. Αλλα θυμάμαι έντονα το Μοναστηράκι, τη μανδάμ και το σκύλο.
Και το σκύλο,κάθισα και τονε ζωγράφισα, περίπου όπως τον θυμάμαι.
Απο κάθε περιστατικό της ζωής μου, θυμάμαι έντονα δυο τρία πράγματα, και σπάνια όλα. Κάποια πράγματα μένουν τυπωμένα στο μυαλό μας πιο δυνατά, ποιός ξέρει γιατί.
Σκύλε, εύχομαι να είσαι καλά φίλε. Οπου και να'σαι, καλά να'σαι. Κάτι μου λέει οτι σε μιάν άλλη ζωή, υπήρξαμε σκύλοι, εγω, η μανδάμ, ο σενιόρ, πολλοί απο εμάς.
[Μολύβι 4Β, κερομπογιά και παστέλ σε απαλό σατινέ χαρτί 220 γρ. διαστάσεις 29.7Χ21 εκ.]
Παρακάτω, σταματούν και οι δύο σε ενα παγκάκι για να ελέγξουν την βλάβη της μανδάμ και τυχόν ζημίες των τακουνίων της.
- Πάλι καλά, και σου ειπα, μη βάλεις αυτά τα παπούτσια.
- Ασε με κι εσυ, που θα βγαινα σαν καμμιά του δρόμου έξω.
- Μα ...στο δρόμο ειμαστε καλή μου.
- Ναι, καλά .... μπουρουμπουρου...μπουρου ...
δεν άκουσα περισσότερα γιατι ειχα απομακρυνθεί ήδη. Δε με βοηθάει κι η ακοή μου τόσο.
Η μπυραρία όπου είχα ραντεβού με φίλους δεν με ενέπνεε ακόμα, ήταν νωρίς, ετσι πήγα μια βόλτα και πήγα καθυστερημένος λιγο στο ραντεβού μου. Αλλα κανείς δεν είχε φτάσει ακόμα και παράγγειλα μια βέλγικη μπύρα περιμένοντας.
Πάνω που έλεγα τώρα θα'ρθουνε, τσούπ !
Στην είσοδο, η μανδάμ μετα του συνοδού της, μπουκάρουν στη μπυραρία και πάνε γραμμή και κάθονται σε ενα ωραίο τραπέζι με δερμάτινο καναπέ. Ο κύριος την βοήθησε να βγάλει την παλταδούρα της και κάθησαν. Ηταν κρατημένο το τραπέζι, μάλλον.
Τους παρατηρούσα μια και βαριόμουν σαν σκύλος και μου φάνηκε οτι δε θα ΄ταν πάνω απο σαράντα αυτη, σαρανταδύο αυτός. Εβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου οτι έχουν τζιπ, εξοχικό και μοναχοκόρη που σπουδάζει στη Γαλλία. Ετσι μου φαίνονταν.
Πού να ξέρεις, κοιτάζοντας ανθρώπους, τι ζωή θα ειχαν να σου εξιστορήσουν και πόσο κοντά θα έπεφτες στη μαντεψιά σου για εκείνους.
Το μαγαζί γέμισε σιγά σιγά και η μουσική ανακατευόταν με το δυνατό μουρμουρητό των θαμώνων. Στο μεταξύ είχε καταφθάσει η παρέα μου και προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε φωνάζοντας δυνατά για να ακουστούμε. Δεν ειναι αυτά τα μαγαζιά για συζητήσεις. Παρ' όλο το θόρυβο, οι τρείς φοιτήτριες πίσω μου κουβέντιαζαν μες στην καλή χαρά.
Ηταν ενα βράδι όμορφο, ασυνήθιστο, καθώς σπάνια πηγαίνω Μοναστηράκι πια.
Ειχε αρκετό κρύο που μου φαινόταν πιο πολύ σαν έντονη δροσιά.
Βγήκα μια στιγμή έξω να καπνίσω και να κάνω ενα τηλεφώνημα.
Λίγα λεπτά μετά, η μανδάμ μετα του συνοδού της βγήκαν, ανέκφραστοι, αμίλητοι, αλλα με ενα κάπως μακάριο ύφος. Δε θα μάθω ποτέ γιατί.
Σταμάτησαν λίγα μέτρα πιο περα, όπου ενας σκύλος στεκόταν, αυτοί κάτι έλεγαν στον σκύλο, ενω εκείνος δεν τους έδωσε και πολλή σημασία. Εφυγαν, με την μανδάμ γραπωμένη απο το στιβαρό μπράτσο του σενιόρ και δεν τους ξαναείδα ποτέ.
Αν πω οτι δε θυμάμαι λέξη απο οσα είπαμε με την παρέα μου κείνο το βράδι, δε θα με πιστέψεις. Αλλα θυμάμαι έντονα το Μοναστηράκι, τη μανδάμ και το σκύλο.
Και το σκύλο,κάθισα και τονε ζωγράφισα, περίπου όπως τον θυμάμαι.
Απο κάθε περιστατικό της ζωής μου, θυμάμαι έντονα δυο τρία πράγματα, και σπάνια όλα. Κάποια πράγματα μένουν τυπωμένα στο μυαλό μας πιο δυνατά, ποιός ξέρει γιατί.
Σκύλε, εύχομαι να είσαι καλά φίλε. Οπου και να'σαι, καλά να'σαι. Κάτι μου λέει οτι σε μιάν άλλη ζωή, υπήρξαμε σκύλοι, εγω, η μανδάμ, ο σενιόρ, πολλοί απο εμάς.
[Μολύβι 4Β, κερομπογιά και παστέλ σε απαλό σατινέ χαρτί 220 γρ. διαστάσεις 29.7Χ21 εκ.]