Ενα μεσημεράκι, δεκαετία του '80 [ σκέτο gps ειμαι ] ο παλιόφιλος ειπε να πάμε το βράδι στα μπουζούκια. Ακολουθεί ο διάλογος :
- Ελα ρε θα πάμε απόψε στο [χψδκλφθ] ;
- Τι είν' αυτό ; πονάει ;
- Μπουζούκια ρε, ωραία, θα δεις, δεν το ξέρεις ;
- Οχι. Τι να ξέρω ρε, εγω δεν ξέρω απο αυτά δε γίνεται ρε συ,
εχω 5 χιλιάδες δραχμές, και κατι ψιλά, απο αυτά οι 4 χιλιάδες ειναι για τη ΔΕΗ, έχουμε 9 του μήνα, πληρώνομαι στις 15, δεν εχω λεφτά.
{Τότε βγάζαμε και 10 μέρες με ενα-ενάμισι χιλιάρικο, δηλαδή σημερινά 4,5 ευρω }
- Ελα ρε κερνάω εγω ρε Τζόνι. Μην ανησυχείς.
- Τι κερνάς ωρε; Μπουζούκια ; Ξέρεις πόσο κάνουν ;
- Μη σε νοιάζει ρε, αντε ελα, ραντεβού στο Γαλάτσι στις 22.50'
- Ρε δουλεύω αύριο, στις 9.00' ωχ, γαμώτο. Δε θα ξυπνάω ρε.
- Ελα ρεεε, άντε δεν εχεις ανάγκη άντε πάμε, σου εχω ωραία πράματα.
- Τι ωραία πράματα ;
- Θα δείς. Ελα και θα τα πούμε.
- Ρε δεν εχω λεφτά λέμε, πού στο καλό θα με πάς ;
- Στο [χψδκλφθ] εκει που ειναι το μωρό μου.
- Τι μωρό ρε μλκ ; Δε γαμ... ; Πωπω πάει θα μου κόψουνε το ρεύμα. Δεν έρχεσαι συ Παγκράτι για ενα καφέ ; Κερνάω.
- Ρε σου είπα κερνάω εγω, ξεκόλλα, μη σκάς.
- Καλάααα.... οκ αντε για χάρη σου ... μόνο να μου λες γιατι δεν εχω ιδέα απο νυχτοπερπάτημα, οκ ;
- Μή σκας ρε, όλα εντάξει, να πάμε με το αμάξι σου μόνο αν θες γιατι εχω για σέρβις το δικό μου.
- ... καλά εντάξει, στις 11.00' τα λέμε.
( ας βάλω τη βενζίνα αφου θα κεράσει, μην ειμαι γάϊδαρος, δε μπαστοδιάλο ας πάω, δε φαμιέται ; αφου είπε κερνάει, μπάκουρας εργένης ήμουν, γκομενάκι δεν παίζει, βαριέμαι, ας πάω και να δούμε τι θα γίνει )
Φτάνουμε στο εν λόγω τραγουδιάρικο μαγαζί και κατεβαίνει ο φιλαράκος να πάει να δει μεσα κάτι ... ετσι ειπε. Εγω έπρεπε να παρκάρω, και τσούπ ! ζυγώνει ενα παληκάρι, μ ' λέει να σας παρκάρω το αμάξι, λέω "οχι ευχαριστώ" και ψάχνω να βρω να το αφήσω.
Πουθενά δεν ειχε ελεύθερη θέση αφου ακόμα και στα πεζοδρόμια ηταν παρκαρισμένες Μερσεντές και BMW. Γυρίζω αναγκαστικά στο πάρκινγκ, πάω να το βάλω, πάλι αυτός, του λέω ΟΧΙ και το παρκάρω κάπου μέσα το φτωχό μου Τογιότα.
( Ηξερα οτι οι τύποι αυτοί βγάζουν πουρμπουάρ απο 300 μεχρι 1.000 δρχ μόνο και μόνο επειδη σου παρκάρουν το αμάξι, δεν περίσσευε να δώσω )
Κλειδώνω και πάω μεσα, ( ζήτησε ο τύπος να αφήσω το κλειδί μήπως χρειαστεί μετακίνηση) βρίσκω με τα πολλά το τραπέζι του φίλου, πάω, κάθομαι, ενω μια αοιδός λέει ενα τραγούδι αλα koulpa - ποναεικαρδιαμουσκιζωταλεφτάμου - και μετά απο λίγο σκάει ενα εξαίσιο μπαλέτο που παραλίγο να με κάνει να αλλάξω γνώμη για τα καψουροσκυλομάγαζα. Ειδικά μία χορεύτρια με έκανε να μείνω χαζός, πανέμορφη. Εμαθα μετά πως ηταν Αγγλίδα.
Τι λέγαμε ; Α, ναι, καθόμαστε, βλέπω πάνω στο τραπέζι δυό μπουκάλες ουίσκι.
- Πόσο κάνει ρε συ αυτό ; [ρωτάω το φίλο]
- Δεν ξέρω, μάλλον κανα 5.000 δρχ [ταμπλάς ο Τζόν]
- Ρεεε, ... κανόνισε ! [του λέω]
- Μην ανησυχείς ρεεεε :) [τωρα εγω γιατι ανησυχώ; σαν βιασμός που πρέπει να απολαύσω δείχνει]
Μετά απο λίγη ωρα βγαίνει μια άλλη αοιδός να πει κατι άσματα - τισουκανακαικλαίςμωρόμουδεμουλές - ντυμένη στα μαύρα. Ο φιλαράκος μου εχει μείνει αποσβολωμένος σαν άγαλμα, αφου ειπα οτι αν ειχε περιστέρια πάνω, θα τον είχανε χέσει στα σίγουρα.
Εκανε ίσαμε μιά ώρα να μου μιλήσει και το πρώτο που είπε ήταν :
- Το είδες το μωρό μου ;
- Ποιό μωρό ; τη χορεύτρια ;
- Ποιά χορεύτρια ; όχι, την τραγουδίστρια.
- Σύνελθε, η τραγουδίστρια ειναι πάνω απο 40, δεν ειναι μωρό, εσυ εισαι 26 σύνελθε.
- ...
Την επόμενη δόση που ξαναβγήκε το 'μωρό' του φίλου μου, εγω δεν κοίταζα καν. Ειχα στρίψει αλλού και χάζευα. Ο φίλος θεώρησε πρέπον να ανοίξει μιά κούτα σαμπάνιες προς τιμήν της τραγουδίστριας και το έκανε. Τότε, ειχε 10.000 δρχ αν θυμάμαι καλά η κάθε τέτοια κούτα. Και δως του και λελούδια, καμμια 15ριά πιατάκια γαρύφαλλα, 1.000 δρχ έκαστο !
Εμένα να με έχουνε ζώσει τα φίδια και να μην ξέρω απο πού να φύγω και θα ειχα φύγει αλλα έλα που είχαμε πάει με το αμάξι μου, πώς να τον άφηνα εκεί ;
Το αποκορύφωμα ηταν οτι άνοιξε κι άλλες δύο κούτες σαμπάνιες στην πίστα για την αοιδό με τα μαύρα που νόμιζε αυτος οτι τον είχε ερωτευτεί τρελά. Καλά μυαλά !
Η παρέα άλλαξε κατα τις 3 το πρωί οταν ήρθαν κάτι τύποι με ανοιχτό πουκάμισο, χρυσαφικά απο μεσα, μες στην τρίχα. Ολοι επιχειρηματίες της Λαχαναγοράς. Πολύ χρήμα. Ενιωσα εντελώς βλάκας που δούλευα σε γραφείο σαν κομπιουτεράς και με ενα μισθό που δεν αντέχει και πολλά έξοδα.
Κατα τις 4.30' του είπα οτι αν δεν πάω σπίτι για ενα μπάνιο και δυό ωρες ύπνο, θα με απολύσουν το πρωί κι εκείνος δέχτηκε να φύγουμε αφου πληρώσουμε. Οκ, είπα και δεν έβγαλα λεφτά, αφου ειχε πει οτι θα κερνούσε.
Ομως ... οχι μόνο δεν κέρασε, αλλα ζήτησε ολα μου τα λεφτά και 500 δρχ δανεικά απο πάνω !
Μα,του λέω ... εσυ δεν ειπες οτι θα κέρναγες ;
- Είπα, αλλα ο λογαριασμός ειναι πολύ μεγάλος. Καμμια 45.000 δρχ !
Εδω παθαίνω δεύτερο νταμπλά και του λεω οκ θα πλύνω πιάτα, φύγε εσυ.
Απ' οτι κατάλαβα απο τις φάτσες των Λαχαναγοραίων μάλλον είχε ζητήσει κι απο αυτούς δανεικά και πήρε ενα αγγούρι και δύο ντομάτες.
Τελος πάντων φεύγουμε και μετά απο μια βδομάδα μου επέστρεψε τις 500 δρχ. μόνο, που τον δάνεισα. Για τα υπόλοιπα δεν είπε λέξη.
Δε θυμάμαι τώρα, ίσως μετα απο καιρό να μου 'δωσε κάτι ακόμα, αλλα ποτέ όλα !
Κι απο πάνω, απο το ντουλαπάκι του αμαξιού ανακάλυψα οτι έλειπε η θήκη γυλαιών Ray-Ban όπου μεσα δεν ειχα τα RayBan αλλα τα γυαλιά μυωπίας που μου χρειάζονταν στην οδήγηση. Ο παρκαδόρος τα βούτηξε νομίζοντας οτι μεσα ειχε RayBan. Kι αναγκάστηκα ετσι να φτιάξω νέα γυαλιά.
Αυτοι οι αλήτες βγάζαν και 3-4.000 τη βραδιά απο πουρμπουάρ και αν δεν τους έδινες σε έκλεβαν. Τι να πείς...
Στο μεταξύ δανείστηκα απο αλλού για να πληρώσω τη ΔΕΗ μου.
Πέρασαν πολλά χρόνια και απο τότε τον εχω δει ουτε πέντε φορές συνολικά.
Και εδω και 10 χρόνια δεν τον εχω δει καθόλου.
Ουτε πιστεύω οτι κατάλαβε το μέγεθος της μαλακίας του ποτέ.
Οσα ειχε ξοδέψει στα μπουζούκια επι μια διετία, έφταναν για να αγοράσεις ενα σπίτι.
Εβγαζε τότε κάμποσα αυτός, αλλα τι να το κάνεις ; το σπίτι θα το πήρε η αοιδός.
Ο φιλαράκος ηταν ανίκανος να συζητήσει, οπουδήποτε αλλού εκτός απο τα μπουζούκια. Πάλευα κάθε φορά να βρούμε κάτι να πούμε. Ασχετος με τα πολιτικά, μονοδιάστατος και ρηχός σε πολλά, ανίκανος να συζητήσει οτιδήποτε, στεκόταν μουγκός κοιτώντας στο άπειρο. Δεν ηταν ετσι πιο παλιά. Εγω δεν ξαναπήγα μπουζούκια, οπότε δεν τον ξανάδα.
Εφυγα μακριά ...
H παραλιακή για μένα σήμαινε πάντα παραλία, βόλτα, αέρας, θάλασσα, φώς.
Δεν σήμαινε ποτέ χρωματιστά φώτα, μπουζούκια, χλιδή, μερσεντές, καψουροάσματα β' διαλογής και υπόκοσμος. Πλαστή ευτυχία, πλάνα φώτα, πόρνη νύχτα και χαμένες ψυχές, χαμένες μέρες.
( Στη φωτογραφία μετανοημένος Λαχαναγορίτης στην παραλία μετά απο 439 χυλόπιτες απο αοιδούς της νύχτας )
- Ελα ρε θα πάμε απόψε στο [χψδκλφθ] ;
- Τι είν' αυτό ; πονάει ;
- Μπουζούκια ρε, ωραία, θα δεις, δεν το ξέρεις ;
- Οχι. Τι να ξέρω ρε, εγω δεν ξέρω απο αυτά δε γίνεται ρε συ,
εχω 5 χιλιάδες δραχμές, και κατι ψιλά, απο αυτά οι 4 χιλιάδες ειναι για τη ΔΕΗ, έχουμε 9 του μήνα, πληρώνομαι στις 15, δεν εχω λεφτά.
{Τότε βγάζαμε και 10 μέρες με ενα-ενάμισι χιλιάρικο, δηλαδή σημερινά 4,5 ευρω }
- Ελα ρε κερνάω εγω ρε Τζόνι. Μην ανησυχείς.
- Τι κερνάς ωρε; Μπουζούκια ; Ξέρεις πόσο κάνουν ;
- Μη σε νοιάζει ρε, αντε ελα, ραντεβού στο Γαλάτσι στις 22.50'
- Ρε δουλεύω αύριο, στις 9.00' ωχ, γαμώτο. Δε θα ξυπνάω ρε.
- Ελα ρεεε, άντε δεν εχεις ανάγκη άντε πάμε, σου εχω ωραία πράματα.
- Τι ωραία πράματα ;
- Θα δείς. Ελα και θα τα πούμε.
- Ρε δεν εχω λεφτά λέμε, πού στο καλό θα με πάς ;
- Στο [χψδκλφθ] εκει που ειναι το μωρό μου.
- Τι μωρό ρε μλκ ; Δε γαμ... ; Πωπω πάει θα μου κόψουνε το ρεύμα. Δεν έρχεσαι συ Παγκράτι για ενα καφέ ; Κερνάω.
- Ρε σου είπα κερνάω εγω, ξεκόλλα, μη σκάς.
- Καλάααα.... οκ αντε για χάρη σου ... μόνο να μου λες γιατι δεν εχω ιδέα απο νυχτοπερπάτημα, οκ ;
- Μή σκας ρε, όλα εντάξει, να πάμε με το αμάξι σου μόνο αν θες γιατι εχω για σέρβις το δικό μου.
- ... καλά εντάξει, στις 11.00' τα λέμε.
( ας βάλω τη βενζίνα αφου θα κεράσει, μην ειμαι γάϊδαρος, δε μπαστοδιάλο ας πάω, δε φαμιέται ; αφου είπε κερνάει, μπάκουρας εργένης ήμουν, γκομενάκι δεν παίζει, βαριέμαι, ας πάω και να δούμε τι θα γίνει )
Φτάνουμε στο εν λόγω τραγουδιάρικο μαγαζί και κατεβαίνει ο φιλαράκος να πάει να δει μεσα κάτι ... ετσι ειπε. Εγω έπρεπε να παρκάρω, και τσούπ ! ζυγώνει ενα παληκάρι, μ ' λέει να σας παρκάρω το αμάξι, λέω "οχι ευχαριστώ" και ψάχνω να βρω να το αφήσω.
Πουθενά δεν ειχε ελεύθερη θέση αφου ακόμα και στα πεζοδρόμια ηταν παρκαρισμένες Μερσεντές και BMW. Γυρίζω αναγκαστικά στο πάρκινγκ, πάω να το βάλω, πάλι αυτός, του λέω ΟΧΙ και το παρκάρω κάπου μέσα το φτωχό μου Τογιότα.
( Ηξερα οτι οι τύποι αυτοί βγάζουν πουρμπουάρ απο 300 μεχρι 1.000 δρχ μόνο και μόνο επειδη σου παρκάρουν το αμάξι, δεν περίσσευε να δώσω )
Κλειδώνω και πάω μεσα, ( ζήτησε ο τύπος να αφήσω το κλειδί μήπως χρειαστεί μετακίνηση) βρίσκω με τα πολλά το τραπέζι του φίλου, πάω, κάθομαι, ενω μια αοιδός λέει ενα τραγούδι αλα koulpa - ποναεικαρδιαμουσκιζωταλεφτάμου - και μετά απο λίγο σκάει ενα εξαίσιο μπαλέτο που παραλίγο να με κάνει να αλλάξω γνώμη για τα καψουροσκυλομάγαζα. Ειδικά μία χορεύτρια με έκανε να μείνω χαζός, πανέμορφη. Εμαθα μετά πως ηταν Αγγλίδα.
Τι λέγαμε ; Α, ναι, καθόμαστε, βλέπω πάνω στο τραπέζι δυό μπουκάλες ουίσκι.
- Πόσο κάνει ρε συ αυτό ; [ρωτάω το φίλο]
- Δεν ξέρω, μάλλον κανα 5.000 δρχ [ταμπλάς ο Τζόν]
- Ρεεε, ... κανόνισε ! [του λέω]
- Μην ανησυχείς ρεεεε :) [τωρα εγω γιατι ανησυχώ; σαν βιασμός που πρέπει να απολαύσω δείχνει]
Μετά απο λίγη ωρα βγαίνει μια άλλη αοιδός να πει κατι άσματα - τισουκανακαικλαίςμωρόμουδεμουλές - ντυμένη στα μαύρα. Ο φιλαράκος μου εχει μείνει αποσβολωμένος σαν άγαλμα, αφου ειπα οτι αν ειχε περιστέρια πάνω, θα τον είχανε χέσει στα σίγουρα.
Εκανε ίσαμε μιά ώρα να μου μιλήσει και το πρώτο που είπε ήταν :
- Το είδες το μωρό μου ;
- Ποιό μωρό ; τη χορεύτρια ;
- Ποιά χορεύτρια ; όχι, την τραγουδίστρια.
- Σύνελθε, η τραγουδίστρια ειναι πάνω απο 40, δεν ειναι μωρό, εσυ εισαι 26 σύνελθε.
- ...
Την επόμενη δόση που ξαναβγήκε το 'μωρό' του φίλου μου, εγω δεν κοίταζα καν. Ειχα στρίψει αλλού και χάζευα. Ο φίλος θεώρησε πρέπον να ανοίξει μιά κούτα σαμπάνιες προς τιμήν της τραγουδίστριας και το έκανε. Τότε, ειχε 10.000 δρχ αν θυμάμαι καλά η κάθε τέτοια κούτα. Και δως του και λελούδια, καμμια 15ριά πιατάκια γαρύφαλλα, 1.000 δρχ έκαστο !
Εμένα να με έχουνε ζώσει τα φίδια και να μην ξέρω απο πού να φύγω και θα ειχα φύγει αλλα έλα που είχαμε πάει με το αμάξι μου, πώς να τον άφηνα εκεί ;
Το αποκορύφωμα ηταν οτι άνοιξε κι άλλες δύο κούτες σαμπάνιες στην πίστα για την αοιδό με τα μαύρα που νόμιζε αυτος οτι τον είχε ερωτευτεί τρελά. Καλά μυαλά !
Η παρέα άλλαξε κατα τις 3 το πρωί οταν ήρθαν κάτι τύποι με ανοιχτό πουκάμισο, χρυσαφικά απο μεσα, μες στην τρίχα. Ολοι επιχειρηματίες της Λαχαναγοράς. Πολύ χρήμα. Ενιωσα εντελώς βλάκας που δούλευα σε γραφείο σαν κομπιουτεράς και με ενα μισθό που δεν αντέχει και πολλά έξοδα.
Κατα τις 4.30' του είπα οτι αν δεν πάω σπίτι για ενα μπάνιο και δυό ωρες ύπνο, θα με απολύσουν το πρωί κι εκείνος δέχτηκε να φύγουμε αφου πληρώσουμε. Οκ, είπα και δεν έβγαλα λεφτά, αφου ειχε πει οτι θα κερνούσε.
Ομως ... οχι μόνο δεν κέρασε, αλλα ζήτησε ολα μου τα λεφτά και 500 δρχ δανεικά απο πάνω !
Μα,του λέω ... εσυ δεν ειπες οτι θα κέρναγες ;
- Είπα, αλλα ο λογαριασμός ειναι πολύ μεγάλος. Καμμια 45.000 δρχ !
Εδω παθαίνω δεύτερο νταμπλά και του λεω οκ θα πλύνω πιάτα, φύγε εσυ.
Απ' οτι κατάλαβα απο τις φάτσες των Λαχαναγοραίων μάλλον είχε ζητήσει κι απο αυτούς δανεικά και πήρε ενα αγγούρι και δύο ντομάτες.
Τελος πάντων φεύγουμε και μετά απο μια βδομάδα μου επέστρεψε τις 500 δρχ. μόνο, που τον δάνεισα. Για τα υπόλοιπα δεν είπε λέξη.
Δε θυμάμαι τώρα, ίσως μετα απο καιρό να μου 'δωσε κάτι ακόμα, αλλα ποτέ όλα !
Κι απο πάνω, απο το ντουλαπάκι του αμαξιού ανακάλυψα οτι έλειπε η θήκη γυλαιών Ray-Ban όπου μεσα δεν ειχα τα RayBan αλλα τα γυαλιά μυωπίας που μου χρειάζονταν στην οδήγηση. Ο παρκαδόρος τα βούτηξε νομίζοντας οτι μεσα ειχε RayBan. Kι αναγκάστηκα ετσι να φτιάξω νέα γυαλιά.
Αυτοι οι αλήτες βγάζαν και 3-4.000 τη βραδιά απο πουρμπουάρ και αν δεν τους έδινες σε έκλεβαν. Τι να πείς...
Στο μεταξύ δανείστηκα απο αλλού για να πληρώσω τη ΔΕΗ μου.
Πέρασαν πολλά χρόνια και απο τότε τον εχω δει ουτε πέντε φορές συνολικά.
Και εδω και 10 χρόνια δεν τον εχω δει καθόλου.
Ουτε πιστεύω οτι κατάλαβε το μέγεθος της μαλακίας του ποτέ.
Οσα ειχε ξοδέψει στα μπουζούκια επι μια διετία, έφταναν για να αγοράσεις ενα σπίτι.
Εβγαζε τότε κάμποσα αυτός, αλλα τι να το κάνεις ; το σπίτι θα το πήρε η αοιδός.
Ο φιλαράκος ηταν ανίκανος να συζητήσει, οπουδήποτε αλλού εκτός απο τα μπουζούκια. Πάλευα κάθε φορά να βρούμε κάτι να πούμε. Ασχετος με τα πολιτικά, μονοδιάστατος και ρηχός σε πολλά, ανίκανος να συζητήσει οτιδήποτε, στεκόταν μουγκός κοιτώντας στο άπειρο. Δεν ηταν ετσι πιο παλιά. Εγω δεν ξαναπήγα μπουζούκια, οπότε δεν τον ξανάδα.
Εφυγα μακριά ...
H παραλιακή για μένα σήμαινε πάντα παραλία, βόλτα, αέρας, θάλασσα, φώς.
Δεν σήμαινε ποτέ χρωματιστά φώτα, μπουζούκια, χλιδή, μερσεντές, καψουροάσματα β' διαλογής και υπόκοσμος. Πλαστή ευτυχία, πλάνα φώτα, πόρνη νύχτα και χαμένες ψυχές, χαμένες μέρες.
( Στη φωτογραφία μετανοημένος Λαχαναγορίτης στην παραλία μετά απο 439 χυλόπιτες απο αοιδούς της νύχτας )